πολυβολαρχία

πολυβολαρχία
η воен, пулемётная рота

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πολυβολαρχία" в других словарях:

  • πολυβολαρχία — η, Ν στρ. μονάδα με ενισχυμένη δύναμη πυρός, που αποτελείται συνήθως από τέσσερεις διμοιρίες πολυβόλων, αλλ. λόχος πολυβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυβόλο + αρχία (< άρχης < ἄρχω), πρβλ. μοιρ αρχία] …   Dictionary of Greek

  • πολυβολαρχία — η στρατιωτική μονάδα πυροβολικού με πολυβόλα όπλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»